Πολλές επιστημονικές μελέτες επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή του οξειδωτικού στρες στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως της αρτηριοσκλήρωσης. Η αρτηριοσκλήρωση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης ασθένεια του τοιχώματος των αρτηριών και αποτελεί την κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας, καθώς μπορεί να οδηγήσει στην εκδήλωση σοβαρών επιπλοκών, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ανάμεσα στους κυριότερους παράγοντες εμφάνισης της νόσου (υπέρταση, κάπνισμα, διαβήτης, παχυσαρκία, έλλειψη φυσικής δραστηριότητας) εξέχουσα θέση κατέχουν τα αυξημένα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα (χοληστερίνη, τριγλυκερίδια).
Τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν την αρτηριοσκλήρωση ως μια κατάσταση υψηλού οξειδωτικού στρες που χαρακτηρίζεται από οξείδωση των λιπιδίων και των πρωτεϊνών του αγγειακού τοιχώματος. Αυτό σημαίνει ότι το οξειδωτικό στρες προάγει την οξείδωση της LDL χοληστερόλης, γνωστής και ως “κακή χοληστερόλη”.
Η χοληστερόλη, ευρέως γνωστή ως χοληστερίνη είναι μια ουσία που βρίσκεται φυσικά στον οργανισμό μας και είναι σημαντική για την καλή λειτουργία κάθε κυττάρου. Το σώμα χρησιμοποιεί τη χοληστερίνη για να παρασκευάσει ζωτικά χημικά συστατικά, όπως η βιταμίνη D και ορισμένες ορμόνες. Η περισσότερη χοληστερίνη παράγεται στο ήπαρ και μια μικρή ποσότητα προέρχεται από τη διατροφή μας.
Αν και μέχρι πρόσφατα η χοληστερίνη θεωρείτο υπεύθυνη για την αρτηριοσκλήρωση, σύγχρονες μελέτες έχουν αποδείξει, ότι δεν είναι η χοληστερίνη αυτή καθ'αυτή υπεύθυνη για την ασθένεια, αλλά η οξειδωμένη LDL χοληστερίνη και τα προϊόντα της. Σύμφωνα με τη θεωρία της οξειδωτικής τροποποίησης, η οξείδωση της LDL -“κακής” χοληστερίνης, όπως αποκαλείται, παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόκληση αθηροματικής πλάκας.
Η οξειδωμένη μορφή της LDL χοληστερίνης είναι περισσότερο αθηρογόνος από τη φυσική της μορφή. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν η LDL χοληστερινη υποστεί οξείδωση, μπορεί να εναποθέσει πιο εύκολα χοληστερίνη στα κύτταρα του αρτηριακού τοιχώματος. Τότε, αθροίζεται στα τοιχώματα των αγγείων και προκαλεί δομικές αλλαγές με τελικό αποτέλεσμα τον σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας και την αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης αρτηριακής υπέρτασης, στεφανιαίας νόσου, στηθάγχης, οξέος εμφράγματος μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, νεφρικής ανεπάρκειας, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Η ευκολία με την οποία οξειδώνεται η LDL εξαρτάται, σε ένα μεγάλο μέρος, από την περιεκτικότητά της σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Έχει ήδη παρατηρηθεί ότι τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα αυξάνουν την οξείδωση της LDL συγκριτικά με τα μονοακόρεστα. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει την οξείδωση της LDL είναι και η παρουσία αντιοξειδωτικών ουσιών, όπως η βιταμίνη Ε και οι φαινολικές ενώσεις. Η δράση των ουσιών αυτών προστατεύει από την οξείδωση της «κακής» χοληστερόλης και έτσι μειώνει την εναπόθεσή της στις αρτηρίες και τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, διατηρώντας τις αρτηρίες «καθαρές».
Η αθηρωματική πλάκα αρχίζει να σχηματίζεται στις αρτηρίες του ανθρώπινου οργανισμού από την παιδική ηλικία. Η μέτρηση του οξειδωτικού στρες ακόμα και σε φαινομενικά υγιή άτομα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την πρόληψη ή την πρώιμη ανίχνευση της παρουσίας βλάβης στα αγγεία και τη διενέργεια λεπτομερέστατων εξετάσεων.
Ο προσδιορισμός του οξειδωτικού στρες έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την αναγνώριση ατόμων υψηλού κινδύνου για αθηροσκλήρωση όσο και για την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής αγωγής. Καθώς η σχέση μεταξύ οξειδωτικού στρες και καρδιαγγειακών νοσημάτων θεωρείται τόσο ισχυρή, η θεραπευτική αντιμετώπιση του οξειδωτικού στρες θα μπορούσε να χρησιμοποιήθεί τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία τέτοιων παθήσεων.