Οι ελλείψεις των απαραίτητων για τον οργανισμό μας θρεπτικών συστατικών είναι εξαιρετικά συχνές, ακόμη και στον δυτικό κόσμο όπου η τροφή βρίσκεται σε αφθονία. Μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού πάσχει από έλλειψη σιδήρου, ασβεστίου, μαγνησίου. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων, όπως η λανθασμένη προετοιμασία της τροφής, οι λάθος συνδυασμοί και η υπερβολική επεξεργασία των τροφίμων. Ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιταμίνη D , η οποία αν και συντίθεται στον οργανισμό μας μετά από έκθεση στον ήλιο, παρουσιάζει έλλειψη σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στις μεσογειακές χώρες, παρά την έντονη ηλιοφάνεια.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι η βιοδιαθεσιμότητα, η ποσότητα που απορροφάται από τον οργανισμό, σε σχέση με αυτή που καταναλώνουμε. Στα άλατα και τα ιχνοστοιχεία η ποσότητα αυτή είναι πολύ μικρή σε σχέση με τα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά. Το σπανάκι για παράδειγμα είναι πλούσιο τόσο σε σίδηρο όσο και ασβέστιο. Δυστυχώς όμως, ο οργανισμός μπορεί να απορροφήσει μόνο το 5% του ασβεστίου και λιγότερο από 10% του σιδήρου.
Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι και οι αλληλεπιδράσεις των συστατικών μεταξύ τους, δημιουργώντας σύμπλοκα που μειώνουν σημαντικά την απορρόφησή τους. Για παράδειγμα, η πρόσληψη ενός άλατος σε περίσσια ποσότητα μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση των υπολοίπων αλάτων, όπως π.χ. το ασβέστιο, το οποίο κάνει σύμπλοκα με το φώσφορο, τα οποία δεν απορροφούνται και χάνονται στα κόπρανα. Φυσικά, ο σωστός συνδυασμός μικροθρεπτικών μπορεί να αυξήσει την απορρόφησή τους, όπως συμβαίνει με το σίδηρο, όταν καταναλώνεται με βιταμίνη C , ή το ασβέστιο, όταν καταναλώνεται μαζί με βιταμίνη D .
Πώς όμως επηρεάζει η έλλειψη βιταμινών και μικροθρεπτικών τον οργανισμό μας; Πέρα από την προφανή και πιο σημαντική απάντηση, την επίδραση δηλαδή στην υγεία μας, υπάρχουν πλέον πολλές θεωρίες που συνδέουν την αύξηση του σωματικού βάρους με την έλλειψη των συστατικών αυτών.
Η βάση των θεωριών αυτών είναι πως η εκβιομηχάνιση της παραγωγής τροφίμων, σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση της γεωργίας και την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, έχει οδηγήσει σε μια σημαντική αλλαγή στη σύσταση των τροφών, οι οποίες είναι πλέον πτωχότερες σε θρεπτικά συστατικά και πλουσιότερες σε θερμίδες και νερό. Για παράδειγμα, πορτοκάλια που προέρχονται από εντατικές καλλιέργειες έχουν χαμηλότερη συγκέντρωση σε βιταμίνη C , ενώ παράλληλα έχουν και περισσότερες θερμίδες. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, οι ελλείψεις θρεπτικών συστατικών πυροδοτούν στον οργανισμό μας το αίσθημα της πείνας, προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες μας μέσω της τροφής. Καθώς όμως οι τροφές είναι πλέον κενές σε θρεπτικά συστατικά αλλά πλούσιες σε θερμίδες, ουσιαστικά ξεκινάμε έναν φαύλο κύκλο πείνας και κορεσμού της, καταναλώνοντας περισσότερες θερμίδες από αυτές που έχουμε ανάγκη και χωρίς να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες του σώματός μας.
Εξέταση θρεπτικών συστατικών με βιοσυντονισμό
Η εξέταση θρεπτικών συστατικών με βιοσυντονισμό μας επιτρέπει να δούμε τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που βοηθούν τον μεταβολισμό μας να λειτουργήσει καλύτερα, ενισχύοντας τους μηχανισμούς καύσης λίπους.
Η εξέταση γίνεται στο Κέντρο Ολιστικής Ιατρικής και κρατά λίγα μόνο λεπτά. Το πρόγραμμα διατροφής του εξεταζόμενου διαμορφώνεται σύμφωνα με τα αποτελέσματα, συνταγογραφώντας, όπου κρίνεται απαραίτητο, επιπλέον συμπληρώματα διατροφής για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.